Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Φυλαχτό


για την νεράιδα, που φανερώθηκε στο άδειο καλντερίμι

Αφήνω μια γουλιά καφέ να κυλήσει στα αυλάκια της γλώσσας μου. Δεν είχα υπολογίσει την αντοχή της στην θερμότητα και κάπως έτσι έκαψα την άκρη της. Στην απότομη κίνηση να προφυλάξω την υπάρχουσα πολύτιμη γεύση ως αίσθηση και ως ανάμνηση, τράβηξα απότομα την κούπα από το στόμα μου, ενώ μία μεγάλη σταγόνα προσγειωνόταν απότομα ακριβώς πάνω σε μια μικρή πληγή που είχε γεννηθεί λόγω κρύου στην άκρη των χειλιών μου. Ένα δευτερόλεπτο πόνου, δύο χάδια ανακούφισης, και τρία φιλιά επούλωσης…


- Επουλώνονται οι πληγές;
- Μα φυσικά και επουλώνονται. Τι ερώτηση είναι αυτή;
- Κάποιες ναι. Όχι όλες, όμως.
- Αναφέρεσαι σε κάποια συγκεκριμένη;
- Στον χρόνο.
- Ο χρόνος δεν είναι πληγή. Είναι μονάχα ένα χαμόγελο που πότε σωπαίνει και πότε γίνεται γέλιο γοερό.
- Πίσω από το χαμόγελο, όμως, υπάρχουν σκέψεις που δεν παύουν ποτέ να το επηρεάζουν. Σκέψεις που μοιάζουν με τριαντάφυλλο. Ανθίζουν στο κατάλληλο βλέμμα και ματώνουν στο κατάλληλο άγγιγμα.
- Το αίμα είναι ζωή για κάποια όντα, μην το ξεχνάς.
- Δεν το ξεχνάω. Αυτό είναι το θέμα.
- Πες μου τι σκέφτεσαι αυτή την στιγμή;
- Τίποτα.
- Δεν γίνεται. Λες ψέματα.
- Το ξέρω.
- Λοιπόν;
- Φίλησέ με.

Πόσο ψεύτικη μπορεί να είναι μια ζωή; Πόσο ψεύτικη μέσα στις αλήθειες που περιστρέφονται γύρω από τον λαιμό της σαν ένα μενταγιόν, το οποίο θα ήθελε να είναι ερωτικό αλλά δεν τα κατάφερε. Όχι κάπου στην πορεία μα από την στιγμή που το κεχριμπαρένιο στολίδι πιάστηκε από κάποιο επιδέξιο χέρι για να τοποθετηθεί επάνω του. Πριν καν τοποθετηθεί. Από εκεί ξεκινάει το ψέμα. Μην με ρωτήσεις που τελειώνει ή αν τελειώνει εν τέλει. Άλλωστε, από που κι ως που θα έπρεπε να το γνωρίζω αυτό; Μόνο κάποιος τυχαίος εξωτερικός παρατηρητής, ανθρώπινος ή μη, ίσως να μπορούσε να βρει άκρη. Μια άκρη αμφιλεγόμενη, σαν την άκρη της κλωστής που δεν καταφέρνει να περάσει από την χαραμάδα της βελόνας. Δεν φταίει ούτε η κλωστή ούτε η βελόνα. Ο χρόνος φταίει που αν δεν έχει κριθεί ακόμα ακατάλληλος από τα απαίδευτα μάτια, θα κριθεί εντός ολίγου. Ο χρόνος φταίει που δεν επιτρέπει στο κέντημα να δημιουργηθεί και να πάψει να είναι φαντασία ή φαντασίωση στο μυαλό ενός ή δύο.

Σε αγγίζω. Θέλεις να σου πω γιατί;

Σε αγγίζω για να αισθανθώ το ηλεκτρικό ρεύμα να τινάζει τους εγκεφαλικούς μου νευρώνες. Σε αγγίζω γιατί κάθε φορά που το κάνω αισθάνομαι σαν να είναι η πρώτη φορά. Δεν υπερβάλλω και δεν το γράφω για να γεμίσω με λέξεις την παράγραφο αυτή. Σε αγγίζω γιατί κάθε φορά, για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, οι χτύποι της καρδιάς μου ξεστρατίζουν, χάνουν την περιοδικότητά τους, η αναπνοή μου διακόπτεται και επαναφέρεται όπως την στιγμή που ξεκολλάω από τον όποιον βυθό και βγαίνω στην επιφάνεια με το στόμα ορθάνοιχτο. Σε αγγίζω για το απαλό σου δέρμα, για τα παγωμένα και τα ζεστά σημεία του κορμιού σου, για τα μελωδικά σου δάχτυλα, για τα βλέφαρα που σαν ανοίγουν φανερώνουν αστέρια, πότε ανάμεσα στα σύννεφα και πότε καθρεφτισμένα στα νερά. Σε αγγίζω γιατί μου μοιάζει σωστό, γιατί μου μοιάζει οικείο. Σε αγγίζω για να επουλώσω τις πληγές σου κι ίσως τις δικές μου. Σε αγγίζω για να κλείσω το μάτι περιπαιχτικά στον χρόνο και στο ψέμα, για να μπορέσω να αναπνεύσω την μυρωδιά σου που εγκλωβίζεται στα δάχτυλά μου, για να βλέπω τα χείλη σου να ζητούν το φιλί, για να γίνεσαι η ηδονή η ίδια, για να πάψει να είναι το πάθος μου φαντασία ή φαντασίωση.

Σε αγγίζω για να σε βλέπω να με κοιτάς και να αισθάνομαι, ακόμη κι αν δεν ισχύει, μοναδικά σημαντικός εκείνη την στιγμή. Σε αγγίζω για να μπερδεύω την γραμμή της ζωής μου στα μαλλιά σου, για να ξεκουράζω και να ερεθίζω τα πόδια σου.

Σε αγγίζω γιατί σε θέλω.

Τι χωρίζει την ησυχία από την ανησυχία; Ένα “αν”. Ένα “αν” που σαν χρονομηχανή παίζει κρυφτό μαζί μας, κι εμείς αμέτοχοι μέτοχοι της ανεκτίμητης αξίας της, ρίχνουμε την αυτοπεποίθηση στα σκουπίδια, και πετάμε την ανασφάλεια στα κεραμμύδια, νομίζοντας πως ένα γλυκό παραμύθι θα κάνει τον ύπνο μας λιγάκι πιο ευχάριστο και το ξύπνημά μας πιο ανέμελο. Θέλω να είμαι εκεί την επόμενη φορά που θα ξυπνήσεις, κι ας μην μου ψιθυρίσεις καλημέρα, κι ας μην με αγγίξεις. Να είμαι εκεί, κρατώντας σαν πολύτιμο φυλαχτό το “αν” στα χέρια μου, να το διαχωρίσω και να το ξαναενώσω ανάποδα, να του δώσω ένα προσεχτικό φιλί, να στο φορέσω σαν αλυσίδα στο πόδι, κι εσύ να μου χαμογελάσεις.

Αφήνω άλλη μια γουλιά καφέ να κυλήσει στα αυλάκια της γλώσσας μου. Δεν υπάρχει ο ίδιος κίνδυνος πια. Έχει περάσει ώρα, άλλωστε, και η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά, μέσα και έξω. Απόψε δεν θα φορέσω την ζακέτα μου κι ας κρυώσω. Σιγά το κρύο, εδώ που τα λέμε. Τι να πουν δηλαδή οι Εσκιμώοι και οι πιγκουΐνοι τότε; …Μια φορά κι έναν καιρό, μάλιστα, άκουσα μια γλυκιά φωνή να τους μπερδεύει αυτούς τους δύο… και χαμογέλασα. Ξέρεις κάτι; Ίσως τελικά το μόνο που οφείλουμε να μάθουμε από αυτούς είναι το ποιος είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να πλησιάσουμε την ζεστασιά και την τρυφερότητα όταν όλα γύρω μοιάζουν παγωμένα…

Είναι νωρίς ακόμα. Ή μήπως είναι αργά; Μπα… ποτέ δεν είναι αργά. Έτσι δεν λένε, άλλωστε; Δεν έχω ιδέα.



4 σχόλια:

  1. νεράιδες που έρχονται και φεύγουν. νεράιδες που φανερώνονται και κρύβονται ξανά. κάψα και κρύο. ζέστη κι αγέρας. στοιχεία και στοιχειά...

    όλα είναι μες το χάδι. η προσμονή, το αν, το θα, το ίσως, το ναι και το όχι. στιγμές...

    ...στιγμές στο τώρα. κι ίσως να είναι αυτές που αξίζουν για να δώσουν ώθηση στον χρόνο να κάνει τα βήματά του...

    φιλιά βρόχινα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ζουνε πιγκουινοι και στην Νοτια Αφρικη, το φανταζοσουν;; :)

    Σε αγγιζω γιατι σε θελω....και μεσα σ' αυτο χωρανε ολα :)

    Πολυ ομορφη αναρτηση και ζηλευτη η αισθηση της :)

    Καλη Σαρακοστη dim μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Σε αγγίζω για να καθυσηχάσω τις σκέψεις,να γαληνέψω τα νερά που ταξιδεύουν στα μάτια,να διώξω τα γκρίζα σύννεφα

    Σε αγγίζω για να μυρίσω λουλούδια και να γεμίζω λίγο ζωή

    Σε αγγίζω γιατί σε συμπαθώ ιδιαιτέρως

    ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. "να του δώσω ένα προσεχτικό φιλί"

    Πώς είναι άραγε το προσεχτικό; Ώρες-ώρες με πιάνει κάτι με τα επίθετα.

    Ωραία γραφή... κάθε που σε βρίσκω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή