Είναι βράδυ.
Τρία παγάκια σε ένα χαμηλό ποτήρι κι ένα που ξέφυγε και θρυμματίστηκε στο πάτωμα είναι η ζωή όταν πρώτα την κοιτάζεις με πάθος στα μάτια κι ύστερα από φόβο την αφήνεις να λιώσει. Ρίχνεις και μερικά δάκρυα για νοθεία της στιγμής, μεταφέρεις λίγη θερμότητα από τα δάχτυλά σου πριν προλάβουν να παγώσουν και εκσφενδονίζεις το κατασκεύασμά σου προς το τζάμι του μπαλκονιού. Ποιο το αποτέλεσμα; Πολλά σπασμένα τζάμια που ίσως ματώσουν τα γυμνά σου πόδια, μερικά ανυπότακτα θρύψαλα επιμελώς κρυμμένα στα ανακατεμένα σεντόνια του διπλού σου κρεβατιού, λίγος πάγος να υγραίνει σιγά σιγά την άκρη του κομοδίνου, και μερικά δάκρυα που ξαναγυρίζουν επιθετικά ξανά πίσω στα μάτια σου. Τι πέτυχες λοιπόν;
Ήταν πρωί.
Δύο κορμιά ημίγυμνα ξαπλωμένα δίπλα δίπλα για πολλές ώρες. Όσες κι αν ήταν, όμως, μάλλον δεν ήταν αρκετές. Εκεί, κάτω από τα ασπρόμαυρα φύλλα των δέντρων με τα φώτα σβηστά, τις πόρτες σφραγισμένες. Εκεί, για λίγο, μακριά από όλα εκείνα που εγκλωβίζουν την αναπνοή και τα αγγίγματα. Με δάχτυλα μπλεγμένα, με υγρά χάδια. Μέχρι την στιγμή που κάποια δύσκολη λέξη λέγεται και τα φύλλα πέφτουν, οι πόρτες ανοίγουν, τα κορμιά χωρίζονται. Κι ύστερα; Κι ύστερα ούτε να μιλήσεις να μπορείς, ούτε βήμα. Το γλυκό φιλί κρύφτηκε στο ασανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο. Μην κλειδώσεις την πόρτα, ίσως και να γυρίσει.
Έρχεται άνοιξη.
Το κουδούνι χτυπάει, πάνω που είχες ετοιμαστεί να ξαπλώσεις να κοιμηθείς. Όχι ότι νύσταζες. Μια διέξοδος για να μην σκέφτεσαι. «Είμαι από κάτω. Να ανέβω;». Οι λέξεις ηχούν σαν ψέμα στα αυτιά σου και για μια στιγμή βουτάνε μέσα τους και χοροπηδούν επάνω στα τύμπανα. Παίζουν συγχρονισμένα έναν όμορφο ρυθμό και νομίζεις πως τις ακούς να τραγουδούν κιόλας. Τι τραγούδι είναι αυτό αλήθεια; Είναι βαλς σε κάποια άγνωστη γλώσσα. Ακούς τον ήχο του ασανσέρ και ξεκλειδώνεις με μια μικρή δειλία και μια μεγάλη λαχτάρα ταυτόχρονα. Εκείνη την τελευταία στιγμή πέφτει το βλέμμα σου στο ημερολόγιο. Σκέφτεσαι πως για ένα κλικ απέφυγες την πρωταπριλιά του νου σου. Την απέφυγες;
Ήταν χειμώνας.
Ένας μικρός σίφουνας σχηματίστηκε και μπήκε στο σαλόνι. Δεν ήταν ορμητικός. Στριφογύριζε απαλά σαν να χόρευε μεθυστικά μόνο για σένα, πρώτα με όμορφα αραδιασμένες λέξεις, κι ύστερα με φωνές, με νότες, με σκέψεις, με καλημέρες, με καληνύχτες, με βλέμματα, με τυχαία αγγίγματα, με αγκαλιές, με τρυφερά χάδια, με φιλιά, με ηδονές. Ένας μικρός σίφουνας που σου έδωσε το φιλί της ζωής και σε πήρε από το χέρι να σου δείξει πως μπορεί ένα χαμόγελο να μοιάζει με ηλιοβασίλεμα και με ανατολή ταυτόχρονα, πως μπορούν δέκα λεπτά να γίνουν βάλσαμο μετά από μια δύσκολη μέρα στην δουλειά και πως μπορεί ένα μικρό κομμάτι σοκολάτα να δίνει δύναμη και να σε γλυκαίνει κιόλας. Ένας μικρός σίφουνας που ενέπνευσε μελωδία στο μυαλό σου έπειτα από καιρό, που έβαλε τον πληθυντικό στις φράσεις σας, που σε κοίταξε όπως ποτέ ξανά δεν σε είχαν κοιτάξει, που άφησε το άρωμά του στους περιπάτους δίπλα στην θάλασσα, σε δυο μπάλες παγωτό, σε δύο νόστιμα τοστάκια, στην ξαφνική βροχή, στο στόμα σου, στα χέρια σου, στα σεντόνια σου. Αρωμάτισε την ζωή σου και χρωμάτισε την ψυχή σου με 24 κυρομπογιές που ακόμη δεν βγήκαν από το κουτί τους, με κουρτίνες που ακόμα δεν διαλέχτηκαν και δεν κρεμάστηκαν στους τοίχους σου, με το «έλα», με το «μαζί», με την εκδρομή που δεν πήγατε ακόμα. Ένας μικρός σίφουνας που σου είπε ότι σε μυρίζει πάνω του, που σε φίλησε στα μάτια. Απεγκλώβισε το κορμί σου και αιχμαλώτισε κρυφά την καρδιά σου, φύσηξε δυνατά και σε σήκωσε ψηλά και σε έριξε σε ήσυχα νερά για μακροβούτι… Κάθε φορά που βγαίνεις στην επιφάνεια, φωτίζει τον δρόμο σου για να μην χάνεσαι από εσένα, από παντού.
Είναι παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή λέξη. Πέντε γράμματα όλα κι όλα την αποτελούσαν, την χτένιζαν, της μιλούσαν γλυκά, την νανούριζαν, της έπιαναν κουβέντα, την πήγαιναν βόλτες. Κάποιες φορές όμως την αιχμαλώτιζαν και δεν την άφηναν να περιπλανηθεί σε φράσεις ερωτικές, να κάνει κούνια με ερωτηματικά, να σκαρφαλώσει σε θαυμαστικά και να κλείσει το μάτι σε κάποιους τόνους ανυπότακτους. Της άρεσε να κοιτάζει τους τόνους. Της θύμιζαν άλμπατρος που πετούσαν πάνω από την αυλή της, κούρνιαζαν σε διπλανές στέγες κι ύστερα έφευγαν πάλι. Υπήρχαν φορές που δεν την πρόσεχε κανείς και τότε τους τραβούσε φωτογραφίες στα κρυφά… Είχε κι εκείνη έναν δικό της και μάλιστα πετούσε λιγάκι πιο ψηλά από τους περισσότερους.
(...)
Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε ξαφνικά και άραξε στην αιώρα των βλεφάρων μου. Από τότε την χαζεύω όποτε μπορώ, την χαϊδεύω όποτε μπορώ και την σκέφτομαι όποτε θέλω. Αυτά τα λόγια είναι για εκείνη που υπερκαλύπτει τα κόμματα και τις τελείες και υψώνεται ή βυθίζεται πάνω και κάτω από τις γραμμές ανάλογα με τον τρόπο γραφής, ανάλογα με τον τρόπο ζωής. Είναι για εκείνη που στο φεγγάρι γίνεται μελωδία και στον ήλιο ζωγραφιά. Είναι για εκείνη που εύκολα ή δύσκολα, κατανοητά ή μη, καλά ή κακά, όμορφα ή άσχημα, με λάθη ή με πάθη, με γέλια ή με δάκρυα, με αποφάσεις ή με προφάσεις, με χρώμα ή χωρίς, με παρουσία ή με απουσία, κάνει την ζωή να μοιάζει στα μάτια μου με θάλασσα από καλοκαίρι σε χειμώνα.
Είναι πόνος.
Άγγιξέ με να τον διώξεις και να φύγει, να πιαστεί από ένα χρωματιστό μπαλόνι και να ταξιδέψει μακριά από εμένα κι από εσένα. Άγγιξέ με στους κύκλους του χορού. Άγγιξέ με.
Τρία παγάκια σε ένα χαμηλό ποτήρι κι ένα που ξέφυγε και θρυμματίστηκε στο πάτωμα είναι η ζωή όταν πρώτα την κοιτάζεις με πάθος στα μάτια κι ύστερα από φόβο την αφήνεις να λιώσει. Ρίχνεις και μερικά δάκρυα για νοθεία της στιγμής, μεταφέρεις λίγη θερμότητα από τα δάχτυλά σου πριν προλάβουν να παγώσουν και εκσφενδονίζεις το κατασκεύασμά σου προς το τζάμι του μπαλκονιού. Ποιο το αποτέλεσμα; Πολλά σπασμένα τζάμια που ίσως ματώσουν τα γυμνά σου πόδια, μερικά ανυπότακτα θρύψαλα επιμελώς κρυμμένα στα ανακατεμένα σεντόνια του διπλού σου κρεβατιού, λίγος πάγος να υγραίνει σιγά σιγά την άκρη του κομοδίνου, και μερικά δάκρυα που ξαναγυρίζουν επιθετικά ξανά πίσω στα μάτια σου. Τι πέτυχες λοιπόν;
Ήταν πρωί.
Δύο κορμιά ημίγυμνα ξαπλωμένα δίπλα δίπλα για πολλές ώρες. Όσες κι αν ήταν, όμως, μάλλον δεν ήταν αρκετές. Εκεί, κάτω από τα ασπρόμαυρα φύλλα των δέντρων με τα φώτα σβηστά, τις πόρτες σφραγισμένες. Εκεί, για λίγο, μακριά από όλα εκείνα που εγκλωβίζουν την αναπνοή και τα αγγίγματα. Με δάχτυλα μπλεγμένα, με υγρά χάδια. Μέχρι την στιγμή που κάποια δύσκολη λέξη λέγεται και τα φύλλα πέφτουν, οι πόρτες ανοίγουν, τα κορμιά χωρίζονται. Κι ύστερα; Κι ύστερα ούτε να μιλήσεις να μπορείς, ούτε βήμα. Το γλυκό φιλί κρύφτηκε στο ασανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο. Μην κλειδώσεις την πόρτα, ίσως και να γυρίσει.
Έρχεται άνοιξη.
Το κουδούνι χτυπάει, πάνω που είχες ετοιμαστεί να ξαπλώσεις να κοιμηθείς. Όχι ότι νύσταζες. Μια διέξοδος για να μην σκέφτεσαι. «Είμαι από κάτω. Να ανέβω;». Οι λέξεις ηχούν σαν ψέμα στα αυτιά σου και για μια στιγμή βουτάνε μέσα τους και χοροπηδούν επάνω στα τύμπανα. Παίζουν συγχρονισμένα έναν όμορφο ρυθμό και νομίζεις πως τις ακούς να τραγουδούν κιόλας. Τι τραγούδι είναι αυτό αλήθεια; Είναι βαλς σε κάποια άγνωστη γλώσσα. Ακούς τον ήχο του ασανσέρ και ξεκλειδώνεις με μια μικρή δειλία και μια μεγάλη λαχτάρα ταυτόχρονα. Εκείνη την τελευταία στιγμή πέφτει το βλέμμα σου στο ημερολόγιο. Σκέφτεσαι πως για ένα κλικ απέφυγες την πρωταπριλιά του νου σου. Την απέφυγες;
Ήταν χειμώνας.
Ένας μικρός σίφουνας σχηματίστηκε και μπήκε στο σαλόνι. Δεν ήταν ορμητικός. Στριφογύριζε απαλά σαν να χόρευε μεθυστικά μόνο για σένα, πρώτα με όμορφα αραδιασμένες λέξεις, κι ύστερα με φωνές, με νότες, με σκέψεις, με καλημέρες, με καληνύχτες, με βλέμματα, με τυχαία αγγίγματα, με αγκαλιές, με τρυφερά χάδια, με φιλιά, με ηδονές. Ένας μικρός σίφουνας που σου έδωσε το φιλί της ζωής και σε πήρε από το χέρι να σου δείξει πως μπορεί ένα χαμόγελο να μοιάζει με ηλιοβασίλεμα και με ανατολή ταυτόχρονα, πως μπορούν δέκα λεπτά να γίνουν βάλσαμο μετά από μια δύσκολη μέρα στην δουλειά και πως μπορεί ένα μικρό κομμάτι σοκολάτα να δίνει δύναμη και να σε γλυκαίνει κιόλας. Ένας μικρός σίφουνας που ενέπνευσε μελωδία στο μυαλό σου έπειτα από καιρό, που έβαλε τον πληθυντικό στις φράσεις σας, που σε κοίταξε όπως ποτέ ξανά δεν σε είχαν κοιτάξει, που άφησε το άρωμά του στους περιπάτους δίπλα στην θάλασσα, σε δυο μπάλες παγωτό, σε δύο νόστιμα τοστάκια, στην ξαφνική βροχή, στο στόμα σου, στα χέρια σου, στα σεντόνια σου. Αρωμάτισε την ζωή σου και χρωμάτισε την ψυχή σου με 24 κυρομπογιές που ακόμη δεν βγήκαν από το κουτί τους, με κουρτίνες που ακόμα δεν διαλέχτηκαν και δεν κρεμάστηκαν στους τοίχους σου, με το «έλα», με το «μαζί», με την εκδρομή που δεν πήγατε ακόμα. Ένας μικρός σίφουνας που σου είπε ότι σε μυρίζει πάνω του, που σε φίλησε στα μάτια. Απεγκλώβισε το κορμί σου και αιχμαλώτισε κρυφά την καρδιά σου, φύσηξε δυνατά και σε σήκωσε ψηλά και σε έριξε σε ήσυχα νερά για μακροβούτι… Κάθε φορά που βγαίνεις στην επιφάνεια, φωτίζει τον δρόμο σου για να μην χάνεσαι από εσένα, από παντού.
Είναι παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή λέξη. Πέντε γράμματα όλα κι όλα την αποτελούσαν, την χτένιζαν, της μιλούσαν γλυκά, την νανούριζαν, της έπιαναν κουβέντα, την πήγαιναν βόλτες. Κάποιες φορές όμως την αιχμαλώτιζαν και δεν την άφηναν να περιπλανηθεί σε φράσεις ερωτικές, να κάνει κούνια με ερωτηματικά, να σκαρφαλώσει σε θαυμαστικά και να κλείσει το μάτι σε κάποιους τόνους ανυπότακτους. Της άρεσε να κοιτάζει τους τόνους. Της θύμιζαν άλμπατρος που πετούσαν πάνω από την αυλή της, κούρνιαζαν σε διπλανές στέγες κι ύστερα έφευγαν πάλι. Υπήρχαν φορές που δεν την πρόσεχε κανείς και τότε τους τραβούσε φωτογραφίες στα κρυφά… Είχε κι εκείνη έναν δικό της και μάλιστα πετούσε λιγάκι πιο ψηλά από τους περισσότερους.
(...)
Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε ξαφνικά και άραξε στην αιώρα των βλεφάρων μου. Από τότε την χαζεύω όποτε μπορώ, την χαϊδεύω όποτε μπορώ και την σκέφτομαι όποτε θέλω. Αυτά τα λόγια είναι για εκείνη που υπερκαλύπτει τα κόμματα και τις τελείες και υψώνεται ή βυθίζεται πάνω και κάτω από τις γραμμές ανάλογα με τον τρόπο γραφής, ανάλογα με τον τρόπο ζωής. Είναι για εκείνη που στο φεγγάρι γίνεται μελωδία και στον ήλιο ζωγραφιά. Είναι για εκείνη που εύκολα ή δύσκολα, κατανοητά ή μη, καλά ή κακά, όμορφα ή άσχημα, με λάθη ή με πάθη, με γέλια ή με δάκρυα, με αποφάσεις ή με προφάσεις, με χρώμα ή χωρίς, με παρουσία ή με απουσία, κάνει την ζωή να μοιάζει στα μάτια μου με θάλασσα από καλοκαίρι σε χειμώνα.
Είναι πόνος.
Άγγιξέ με να τον διώξεις και να φύγει, να πιαστεί από ένα χρωματιστό μπαλόνι και να ταξιδέψει μακριά από εμένα κι από εσένα. Άγγιξέ με στους κύκλους του χορού. Άγγιξέ με.
"...την ζωή μου θύμισες και να 'ταν μόνο ετούτο,
μ' έσυρες κι αρχίσαμε τους κύκλους του χορού
και το βαλς σαν βάλσαμο το νοιώθω μεσ' το αίμα
σαν κραυγή του θάνατου σαν γέλιο ενός μωρού."
μ' έσυρες κι αρχίσαμε τους κύκλους του χορού
και το βαλς σαν βάλσαμο το νοιώθω μεσ' το αίμα
σαν κραυγή του θάνατου σαν γέλιο ενός μωρού."
θα σου γραψω κατι με ολη τη δυναμη και την ειλικρινεια των χρονων μου
ΑπάντησηΔιαγραφήπολλές φορές υπήρξαν που τα κείμενα σου γίναν εφαλτήριο να παω μπροστά, επαναπροσδιοριζοντας τα μεσα μου και την εξω μου συμπεριφορα
αλλά...
πολλές ήταν και αυτές που θα ήθελα τέτοιο κάπως κείμενο να ειχε γραφτεί για μένα
σου εύχομαι Ανοιξη να φυτρωνει εντος κι εκτος σου χωρις χωροχρονικες δεσμευσεις
καλό μήνα dim
και παντα να εισαι καλά
Φώναξε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦώναξε εκείνη να σε βγάλει από σίφουνες και από χειμώνες και να βάλει την ψυχή σου να ταξιδέψει σε χρωματιστά παρασκήνια με ηλιοβασιλέματα,χαμόγελα και πληθυντικούς...
Η μοίρα παίζει παιχνίδια με τους ερωτευμένους και τους αλησμόνητους.
Καληνύχτα και καλό μήνα.
->Orelia
ΑπάντησηΔιαγραφή...άνοιξη να φυτρώνει
κρεβάτι να ξεστρώνει
με γύρη να το στρώνει
να ανθίζει
ακόμα και στο ασπρόμαυρο
ή το μαυρόασπρο
και να στολίζει χέρια, στήθος και μαλλιά.
και να κερδίζει ελευθερίες, ξαφνιάσματα και φιλιά.
Καλή σου μέρα. Να είσαι καλά κι ελπίζω να επιστρέψεις σύντομα κάπου ανάμεσα στην διάσθηση και την πραγματικότητα, κάπου πιο πέρα από την πλάτη και τον τοίχο.
->Assel...
φωνάζω...
και ψιθυρίζω
και φωνάζω
και ψιθυρίζω...
και αραδιάζω σπονδές που μοιάζουν με ευχές που είναι προσευχές...
Καλή σού μέρα...
Μου επιτρέπεις να αφήσω μόνο ένα χαμόγελο?
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ?
Έτσι...μήπως και καταφέρω να σβήσω τις δυο πρώτες παραγράφους και μεγαλώσω τις υπόλοιπες...
;)
->λιμανάκι
ΑπάντησηΔιαγραφή...σου επιτρέπω.
την δεύτερη, όμως, ας μην την σβήσουμε όλόκληρη... ας κρατήσουμε κάποιες εικόνες.
Όσο για τις υπόλοιπες παραγραφους... χαμογέλα... κι εκείνες μεγαλώνουν και ομορφαίνουν.
;)
αν σε γνωριζα και που δεν σε γνωριζω, οι πιο τρυφερες ευχες μου θα σε συνοδευουν
ΑπάντησηΔιαγραφήαν γυρισω, εσυ θα ξερεις τουτο: πως απο ολα, τουλαχιστον ελευθερίες κερδίθηκαν...
το αναμεσα σε διαισθηση και πραγματικοτητα ειμαι σιγουρη πως υπαρχει
για το άλλο... το αντιθετο..
σε ευχαριστω παρα πολυ dim
να ζεις..!