Κλείνεις τα μάτια σου και εισπνέεις. Πίνεις την γνώση της ημέρας σου και βλέπεις χρώματα. Χρώματα που μπλέκονται μεταξύ τους και αναμιγνύονται για να γεννήσουν άλλα πιο νέα, πιο αλλιώτικα. Κι ύστερα σε ένα εξωκοσμικό κοκτέιλ με το σκοτάδι αχνοσβήνουν με κόκκινο κρασί και παίρνουν σχήματα. Σχήματα παιχνιδιών, λουλουδιών, προσώπων.
Θυμάσαι το πρώτο τραγούδι που αγάπησες;
Θυμάσαι την πρώτη φορά που ερωτεύτηκες;
Ερωτεύτηκες;
Ανοίγει ο ήλιος την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο. Τα βλέφαρά σου φιλάει, σε ξυπνάει. Και βλέπεις το φως, εσύ ο
γυμνός σου εαυτός. Η μισάνοιχτη κουρτίνα χορεύει με μια ηλιαχτίδα ατίθαση που
στο τέλος καταφέρνει να περάσει και να
αγγίξει το στήθος σου. Μια άλλη χαϊδεύει
τα πέλματά σου και σουλατσάρει για λίγο στο κορμί σου. Έτσι, για να σε
βλέπει να χαμογελάς καθώς τραμπαλίζεται ηδονικά στις καμπύλες σου ενώ στριφογυρίζεις. Μια τρίτη έχει στρογγυλοκαθίσει στα χείλη σου. Η μελωδία
γεννιέται αστραπιαία. Κρεμιέται προσεκτικά και με ένα σάλτο κάθεται οκλαδόν στον ώμο σου. Βήμα βήμα ανηφορίζει
ερεθιστικά στο αυτί σου. Έχει κάτι από μουρμουρητό και κάτι από χάδι. Ντύνεται μελαγχολικά με ρούχα άλλης εποχής, μοιάζει
με οργασμό, μυρίζει άνοιξη κι έχει γεύση
σοκολάτα ελαφρώς αλατισμένη.
μι ρε μι ντo ρε σι
λα σι ντο ρε φα
μι ρε ντο
εσύ.
Εσύ, που ανταμώνεις τον κόσμο στα όνειρά σου, τα θαύματα στα δάχτυλά
σου και τα φτερά στην καρδιά σου. Εσύ που κρύβεσαι σε ένα φιλί και φανερώνεσαι
σε ένα δάκρυ. Εσύ που ομορφαίνεις τη ζωή και μελοποιείς τις αναμνήσεις. Εσύ που
φοράς για φυλαχτό την απόσταση και για γιατρικό την αγκαλιά. Εσύ που λιώνεις
πάγους με ένα σεσουάρ. Εσύ που μαγεύεις όλα τα πιπέρια της πλάσης και στήνουν πρωτόγονο μεθυστικό χορό. Εσύ που είσαι εδώ και δεν είσαι.
Ανθίζεις. Μέρα με τη μέρα ανθίζεις. Αφήνεσαι. Στιγμή με την στιγμή,
αφήνεσαι.
Τα μυστήρια του σύμπαντος τρυπώνουν στους πόρους σου και μετουσιώνονται
σε αίμα. Μια πεταλούδα προσγειώνεται στο δέρμα της ωμοπλάτης σου και μένει εκεί να
χαζεύει από την πιο συγκλονιστική κορυφή τους περαστικούς και τα περαστικά. Ένα
χέρι κρατάει το δικό σου και ξαφνικά ο νους σταματάει να μπλοκάρει συναισθήματα και κλειδώσεις. Κρατιέσαι γερά και εκπνέεις δυνατά. Όλα τα «αλλά» της υγρασίας
και τα «δεν» της ξηρασίας ανατινάζονται εκ των έσω. Ο αέρας γεμίζει με εκατοντάδες μικρά και
μεγάλα αγνώστου ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα που λαμπυρίζουν κινούμενα με
μια αστείρευτη εντροπία. Ξαφνική σιωπή δευτερολέπτων. Εισπνέεις ξανά μέχρι τα
δάχτυλα των ποδιών σου και φυσάς με το πιο ερωτικό ισοκράτημα που έχει ποτέ ακουστεί.
Αυτό ήταν! Ο αέρας καθάρισε. Ο χρόνος λαβώθηκε. Κάνεις έρωτα.
Κάπως έτσι η μικρή ζωή χαρίζει τα χαμόγελα που σου οφείλει. Κάπως έτσι
κι εσύ της δίνεις το φιλί που της χρωστάς. Μονάχα τότε υπάρχει ο κόσμος. Όταν
τον μοιράζεσαι. Μονάχα τότε η μούσα γίνεται δημιουργός. Και τούμπαλιν. Μονάχα
τότε ένα κλειδί του σολ γίνεται κλειδί της ψυχής σου. Ξεκλείδωσε και μπες.
Ξεκλείδωσε και βγες.
Ανάβεις τσιγάρο με χαρτάκι από γλυκόριζα γιατί σου έχουν τελειώσει τα
κανονικά. Συμβιβασμός; Όχι. Είναι μερικές φορές που η επιθυμία τάσσεται με την
γραμμή που σκαρώνει ένα αστέρι που πέφτει. Και τότε ξέρεις ότι λίγο ή πολύ, εδώ
ή εκεί, με μουσική ή ησυχία, με φως ή σκοτάδι, με τρυφερότητα ή πάθος, απλά ή
σύνθετα, συμβατικά ή αντισυμβατικά, δύσκολα ή εύκολα, έχει έρθει η ώρα. Να σου
πω ένα μυστικό; Δεν θα στο πει κανείς ότι ήρθε. Ούτε καν εσύ στον εαυτό σου.
Έτσι είναι αυτά όμως. Δίχως ζάχαρη κι αλάτι δεν έχει νοστιμιά.
Ακουμπάς
ασφαλής το κεφάλι σου σε ένα στήθος που πάλλεται. Ακούς παλμούς, ήχους, φωνές, ανησυχίες, πόνους, ευτυχίες, ταξίδια και υψώνεις το βλέμμα στον ουρανό. Μα που πήγε το
ταβάνι; Είναι αυτή η μικρή ή μήπως η μεγάλη άρκτος; Ε και;
Τον συλλογισμό σου διακόπτει ένας ψίθυρος που νιώθεις πρώτα σαν δόνηση
στον αφαλό σου, κι ύστερα σαν ευθεία πρόσκληση~πρόκληση μπροστά στα μάτια σου...
«Σε θέλω. Με τα "αλλά", με τα "δεν", με τα "όχι", με τα "ναι".
Με τα ζόρικα και τα χαμογελαστά.
Σε θέλω. Ολόκληρη. Κανονικά και με γλυκόριζα.»
Με τα ζόρικα και τα χαμογελαστά.
Σε θέλω. Ολόκληρη. Κανονικά και με γλυκόριζα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου